30.4.15

δυσφράδεια

μη μου γλύφεις πρωτομαγιά, πρωταπριλιά νάναι να γελάω.

ανέκδοτο

το σώμα του καθενός κουβαλάει τον μύθο του κι όταν τα χέρια αδύναμα να τον κουβαλήσουν εις το διηνεκές, δεν υπάρχει σώμα. τα μούσκουλα δεν κάνουνε δουλειά, κάποια τατού στο μέρος της άνω σιαγόνος, το σύδεντρο θάναι να στεγαστεί ο μύθος.

ανέκδοτο

το υπόρρητον του έρωτα

κι ύστερα κατάλαβε πως δεν τον αγαπούσε, είχε πάψει ν’ αγαπάει όλο τον κόσμο.

ανέκδοτο

23.4.15

κι έριχνε χαλίκια στα σπουργίτια, τα τάιζε χαλίκια. τα ψίχουλα είχαν τελειώσει.

ανέκδοτο

10.4.15

τις ξαπλώνω στο πάτωμα
περπατάω πάνω τους
ατσαλάκωτες παραμένουν
τις ξαναπερπατώ.
όλες τις φωτογραφίες τις έχω τυπώσει
εις πολλαπλούν

μήπως και τσαλακωθούν.

ανέκδοτο

με τ’ αποφόρια του τηλεφωνήματος να περπατάει στο ταβάνι
να γράφει και να μετράς τις κινήσεις στα δάχτυλά του
στον πόθο να γαληνεύεις
στην ερημιά να ελπίζεις
το παρελθόν να μοιάζει μέλλον
το σήμερα νάναι παρόν
να τα μπερδεύεις
το χάος νάναι μαζί σου
«γιατί η αγάπη θάταν αγάπη για το στραβό πράγμα»
κι εσύ αργόσχολος ανάμεσα
στυγνός εκτελεστής μιας άλλης συμφωνίας
να χάνεσαι στην γενετήσια πράξη μιας παράγκας
κι όταν όλα σβήσουν
κι όταν όλα
μια παρτίδα σκάκι ν’ ανακηρύξει τον βασιλιά που μισείς
και οι πριγκήπισες στις άδειες κάμαρες να σε καρτερούν
και τ’ αποφλοιωμένα κόκαλά σου να μην το μαρτυρούν
αποθανείν να λένε
στην γλώσσα εκείνη που ξέχασες
και που σε προστατεύει.

- «γιατί η αγάπη θάταν αγάπη για το στραβό πράγμα» έρημη χώρα, έλιοτ -

ανέκδοτο
έμπνευσή μου ο σταυρός, καθολικών και διαμαρτυρομένων  /
αχ αυτό το χι
το ευνούχισαν οι θρησκείες
σε μη συγκερασμό απόψεων το φωνάξαμε
σου βάζω χι
έστω delete
πλειοδοτούν εις διαβεβαιώσεις
και κάποιοι από μας δια παντός
αχ αυτό το χι
αν τόχεις μέσα σου
καρφωμένο σαν σταυρό άθεου
πάντα θα το φωνάζεις.
μπορεί να στόμαθε κι η θεια σου η ευτέρπη
η θεούσα, με το βλέμμα το ανέραστο
και με το χι το ερωτικό.

ανέκδοτο


αραγμένη η ορχήστρα
κύμβαλα αλαλλάζουν
εξάρθρωση οσφύος
υπερβέβαιη για τις μουσικές της

υπολογιζόμενη η αρμονία του κοινού.

ανέκδοτο
κι ύστερα εμετρήθησαν
δύο είναι λίγοι
από τρεις και πάνω εόρτασαν την μοναξιά τους.

ανέκδοτο


είναι ένας ήλιος αιμοβόρος
σε θέλει ολόδικό του
σαν περπατάς από κάτω του χαμογελάς
όταν χάνεσαι εξώρας
ανεπίκαιρο το χάδι του
η οψιμότης σου εμπρόθεσμη
όχι για εκείνον
σαν τον ανταμώσεις
επωφελήσου της διαχυτικότητας
ενθυμήσου.
έτσι περπάτησα σήμερα
μ’ ένα σκουφί πράσινο, απ’ τον δρόμο αγορασμένο
να κρύψω την αχτενισιά την επίκαιρη
και χάθηκα στα στενά τ’ ανήλιαγα
πάγωσα

το ψεύτικο εξαπάτησε και τον εαυτό του.

ανέκδοτο