30.4.14

ας υποδυθούμε τους κοιμισμένους,
έλα, να δούμε το ίδιο όνειρο
να γίνεται εφιάλτης
και πού ξέρεις?
μπορεί να ξυπνήσουμε πριν τελειώσει.


ανέκδοτο
και τα ονόματα έχουν ψυχή, μα τα επίθετα μεγαλύτερη/
τ’ όνομά σου οπισθοχωρεί
αφήνει χώρο στ’ άλλα ίδια ονόματα
γίνεσαι όλος ένα επίθετο
έτσι επιτάσσουν οι ανήθικες προεκτάσεις
του ονόματός σου στο μυαλό μου.


ανέκδοτο
επιμένεις
έχει ήλιο έξω
τί επιμονή!
πώς γίνεται όλοι να λιάζονται
κι εγώ να παγώνω.


ανέκδοτο

το κατοικίδιο

το έδεσαν στον κήπο
του πέρασαν τσιπάκι
μετά το έβαλαν στο σαλόνι
το αγαπούσαν, δε λέω
το πήγαιναν βόλτες επιλεγμένες
που και που λυμένο
τότε, όταν είχε ήδη εκπαιδευτεί.
ασφάλεια
ζεστασιά
κροκέτες
χάδια
πότε αληθινά, πότε λόγω αγωγής
και μια μέρα
τότε, που μεγάλωσε
ονειρεύτηκε νάναι αδέσποτο.
το τσιπάκι δεν συμμετείχε στο όνειρο.


ανέκδοτο

25.4.14

οι φοβισμένοι άνθρωποι δεν μετράνε προβατάκια τις νύχτες. μόνο δράκους και ξωτικά και οι πιο τυχεροί εξωγήινους. εκτός από μερικούς που αρκούνται σε πίθηκους. αυτοί είναι οι πιο κοντινοί μας. όμως ας μην αγνοούμε τους άλλους, θέλουμε δεν θέλουμε κατέχουν εξέχουσα θέση στη ζωή μας.

ανέκδοτο
στην εφηβεία νόμιζα πως το σ’ αγαπώ το λες μια φορά και δεν το ξαναλές, ντροπιάζεσαι αλλιώς. δεν αφήνεις την ατιμία να γίνει λέξη, είπε. 
είχε μπερδέψει την ηρωίδα της γιουρσενάρ με την πραγματικότητα. ώσπου μεγάλωσε και διάβασε τον εραστή της λαίδης τσάτερλυ. πάλι μπέρδεψε μια ηρωίδα με την πραγματικότητα. ήταν κι εκείνες οι στιγμές με την άννα καρένινα και τον βρόνσκι κι όλα έγιναν σιροπιαστά και μυθιστορηματικά. μετά, ήρθε στην ζωή της ο ντοστογιέφσκυ κι από τότε αρνήθηκε το σ’ αγαπώ προκειμένου ν’ αρνηθεί τόσες ηρωίδες. και έγιναν τα σ’ αγαπώ δέντρο και φύτρωναν μέσα της πανομοιότυπα. καμμία διαφορά στην εκφορά. μεταβιβαζόμενοι πόθοι των άλλων.
το ηχόχρωμα σημαίνει σ’ αγαπώ, είπε. μόνον τότε καταλαβαίνεις αν πρόκειται περί απλής μεταβίβασης πόθου.


ανέκδοτο

14.4.14

οι ύποπτοι

είναι κι αυτοί οι κυριούληδες και οι κυριούλες που μ’ όλους καλά…αγαπούν τον συνάνθρωπο, μυρίζουν τις ανάγκες του και τρέχουν να τις καλύψουν, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και με το χέρι απλωμένο στις αγαθοεργίες κι όταν βρεθούν απέναντι στις μονάδες είναι ψυχροί δολοφόνοι του διαφορετικού, το βλέμμα τους γίνεται εξιχνιαστικό και καχύποπτο κι εσύ το καταλαβαίνεις γιατί είναι πάντα το ίδιο. και όταν είναι άνοιξη ρουφάς μια μαργαρίτα και συνέρχεσαι….τον χειμώνα είναι δύσκολα τα ρουφήγματα και οι μαργαρίτες είναι του θερμοκηπίου. και ξέρεις βαθιά μέσα σου πως είναι οι διάδοχοι του μαύρου που γνωρίζεις και πως το ροζ ανήκει στις μπάρμπες και σ’ αυτούς.

ανέκδοτο

13.4.14

τα ποιήματά σου φλογερά
γεμάτα πάθος, είπε
δεν τόλμησα τις μύχιες σκέψεις μου
ν’ αναφέρω
«φοβάμαι την ερωτική συνεύρεση μαζί σου,
μήπως κριθώ υποδεέστερη των ποιημάτων».


ανέκδοτο
ήταν ώρα να φύγουμε
σηκωθήκαμε απ’ τις καρέκλες
περπατήσαμε
κάποια στιγμή το χέρι σου τυχαία στον ώμο μου
ήταν τόση η βεβαιότητα του αγγίγματος
που ήθελα να έμενα μακρύτερα.
-προσδοκία θυσίας στην μνήμη-

ανέκδοτο
τα όνειρα έχουν ιδιοκτήτες 
κι όταν πεθάνουμε τί θ' απογίνουν με τους κληρονόμους?

ανέκδοτο
o ένας μέσα στον άλλον οι άνθρωποι
να κατηφορίζουν οι ρίζες 
να ενώνονται
να παραπονιέται το σάπιο που δεν πρόλαβε.


ανέκδοτο

το πάρκο της ουτοπίας

να φυτεύεις εσύ δέντρα
εγώ θάμνους 
κι άμα φυτρώσουν αγκινάρες θα τις ποτίσουμε παρέα.

ανέκδοτο