23.4.13


όταν κλειδαμπαρώνομαι δεν είναι που δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου στο ασανσέρ
αν και μετά δυσκολίας το καταφέρνω,
είναι που ο οργασμός της δημιουργίας εκσπερματώνει μόνο στη μοναξιά
είναι και που γουστάρω την εκσπερμάτωση περισσότερο απ’ τα λόγια σας.

ανέκδοτο




στο προσκέφαλο του καρκαβίτσα


οφείλουμε να εξετάζουμε τις δομές
και τα προνόμια
και τους όρους που μεταχειρίζεστε, αγαπητέ
οι στοιχειώδεις αντιρήσεις μας θα καταγραφούν
ξέρετε, εκεί που γράφονται τ’ άγραφα
θα πληγεί η απαγόρευση της πρόσβασης από κουτσούς και μονόφθαλμους
πάντα έτσι γίνεται
επιβιώνουν οι δίφθαλμοι και ολοπόδαροι
να μην ξεχάσετε αγαπητέ,
να μην ξεχαστείτε εννοώ,
κάποιοι μονόφθαλμοι είναι φέικ
χάριν ζητιανιάς αισθημάτων.

ανέκδοτο




20.4.13

κι ένας ο κόσμος
πολλές οι πεταλούδες
κι εμείς, να σκιαζόμαστε


όνειρα σε ξένους ύπνους, ούτε διαρκούν, πλοηγούν
κόβονται στα δυο τα θαύματα
άνοιξη αγγίζει το νερό
και κάθε τι το υγρό
γυμνό, σαν θάνατος στις κρυφές εξομολογήσεις των αυτοδυτών
και τρελαμένοι οι μάγοι των αιγιαλών φεύγουν για τον ύπνο των στιγμών,

α, τί ύπνος κι αυτός ο γερμένος σε πατημασιές...
μόνο ιστίο η χαρά της πτώσης
πιθανόν και της ώσης για το αλλοπαρμένο.


ανέκδοτο

19.4.13

επιταγές χωρίς αντίκρυσμα


εγώ φίλε μου, για να τα μυρίσω τα όμορφα πρέπει νάναι γύρω μου πολλά.μου βρωμάνε τα λίγα, τα δικά μου, είναι σαν ταράτσες γεμάτες βρώμικα που κανείς δεν φιλοτιμιέται να πλύνει κι έρχεσαι εσύ και πλένεις το πουκάμισό σου. 
εγώ, φίλε μου, γουστάρω τα βρώμικα, εκεί, στην πλατεία μαβίλη, για νάμαι με τους άλλους, να οσφρίζομαι την μιζέρια τους.αν είναι να τρώω στα καθαρά σου, μόνη μου ή και με σένα, χέστηκα.είναι οι κουβέντες σου που με αποπροσανατολίζουν, μια στα χάι μια στα κάτω.πώς σωπαίνουν οι γερμένοι στο χθες?έτσι μου τα λες.να ποτίζομαι θέλω με την φρίκη της πραγματικότητας και τον άνεμο της ελπίδας κι ας μην υπάρχει, να νομίζω.σαν τα φιλιά που βόσκουν στις κραυγές των αγανακτισμένων κι όλοι αναρωτιούνται τί στο διάολο θυμός είναι αυτός! δεν είναι θυμός, είναι κραυγή γι’ αγκαλιές. η φευγατίλα τους έφαγε και δυο βρωμιές ενός παφλασμού υποκρισίας.
εγώ φίλε μου, ναι, κάπως έτσι το διάβασα, εγώ λοιπόν φίλε μου, πλέκω τις υγρασίες που ποτέ δεν φαντάστηκες.
είμαι τόπος χλοερός, μπορεί και να σαπίσω.

ανέκδοτο

να μην είχε γραφεί ποτέ, είπε ο μανάβης

ούτε φραουλίτσα μου δεν θα μπορώ να σε λέω πια μωρό μου...


σε λίγο θ' αρχίσει και η συγκομιδή των κερασιών
ως τότε θα σε φωνάζω κερασάκι μου, μωρό μου
δεν το βλέπω για περισσότερο...

ανέκδοτο

18.4.13

στο σπίτι των πουλιών ένας παράταιρος και να πεις δεν είχε οικόσημο...

με διάλεξε για γέφυρα, μόνο που πάντα ήμουν νησί χωρίς υπεργολαβίες, είπε
αντί για γέφυρες, έμαθα να κολυμπάω
την επόμενη μέρα, τον βρήκαμε πνιγμένο ανάμεσα σε foie gras και κάτι δραμαμίνες
πάντα του φοβόταν τις ζαλάδες
ευτυχώς είχε μαζί του δραμαμίνες
όσο για το foie gras, ποτέ κανείς δεν έμαθε πώς στο διάολο βρέθηκε εκεί
τα επόμενα χρόνια, η επιστημονική κοινότητα του νησιού ανέλαβε να διερευνήσει το θέμα
όλοι ελπίζουμε να μάθουμε κάποτε γιατί πνίγηκε.
το φουαγκρά έφταιγε ή οι δραμαμίνες.
υπάρχει βέβαια και το θέμα της παιδούπολης της φρειδερίκης
θήτευσε εκεί, όπως λέγεται στα υπονοούμενα των νησιωτών
λίγα χρόνια πριν τον υιοθετήσουν, ήταν στην παιδούπολη
όμως κάποιος άκουσε φρειδερίκη και δεν κατάλαβε, νόμιζε ρίκι
συχνά, ανάμεσα στα λιόδεντρα άκουγες φωνές να σιγοτραγουδάνε
«ρίκι ρίκι φρειδερίκη»
δεν ήξεραν βέβαια περί φρειδερίκης,
αλλά ταίριαζε η ομοιοκαταληξία, απλοί άνθρωποι ήταν,
δεν θα μπορούσαν να πουν ας πούμε, «ρίκι ρίκι εν οίκει»
έτσι σχολίαζε ο ξερόλας του δημαρχείου.

ένα άλλο λοιπόν θέμα ήταν να διερευνηθεί απ’ την επιστημονική κοινότητα και το παρατσούκλι του αποθανόντος, «ρίκος».
η τελευταία ελπίδα για να φτάσουμε στο foie gras.


ανέκδοτο

17.4.13

διπλή ταρίφα σαν χαϊκού


και σκοτείνιασε
η νύχτα χαϊδεύει
τόνους σκουπιδιών.


δεν διδάσκουμε
καταστροφές και σεισμούς
γενοκτονίες, ναι.

ανέκδοτο

12.4.13

το σημάδι της μελαγχολίας των χρωμάτων


θάρθει μια στιγμή
αλαφροίσκιωτη στιγμή
θα θέλουν να σωπάσουν και τα φανάρια στους δρόμους
θάχουμε πρόβλημα κυκλοφορίας μάλλον.

ανέκδοτο

11.4.13

η νύχτα δεν χρειάζεται υπότιτλους.

ανέκδοτο

10.4.13

έφτασε η στιγμή
να τραγουδιέσαι και να γράφεσαι
έφτασε
άνοιξε η σκηνή
ηθοποιοί δεύτερης κλάσης
σκηνοθέτες γερασμένοι
φώτα κίτρινα, χλωμά
γράφεσαι σαν κρίση
σε ψελίζουν χείλη ανέραστα, ψεύτικα
εμπάθεια φορτωμένα
δεν σ’ αγαπούν και φαίνεται
παραφωνίες φραστικές
γράφεσαι όμως, γράφεσαι
πίσω στα παρασκήνια με τις φτελιές ξεγυμνώνεσαι
φτύνεις τις λέξεις τους σαν αμαρτία
γράφεσαι στις κιτρινισμένες αρθρώσεις ψαλιδιού
στο ξεραμένο φύκι μιας πομπής αγάπης
πώς κατάντησες έτσι έρωτα
στα χέρια μιας χαύρας ιουδαίων ποιητών;


ανέκδοτο

9.4.13

ώσπου οι φωτιές γίνονται κυκλάμινα
τότε θα σ’ ανταμώσω
στον κύκλο και στην άμυνα
νάναι δίκαιη η μάχη.


ανέκδοτο
παραπονιέσαι
για το πέταγμά μου
για τα φτερά που πότε είναι χάλκινα και βουτάω στα κενά
πότε πούπουλα και χάνομαι στον αέρα
παραπονιέσαι
και δεν αναρωτιέσαι
γι΄αυτό είμαι εγώ
και δεν είμαι το άλλο
που ούτε να το δεις δε θέλεις
παραπονιέσαι
.

ανέκδοτο
σοφία μεσημεριάτικη/αν από μικρός δεν έχεις χαρτοπόλεμο 
μέσα στο κεφάλι σου
μην περιμένεις να διασκεδάσεις με τα "καρναβάλια".


ανέκδοτο και μη εκδιδόμενο, θεωρείται σπάνιας αξίας
ο γυναικολόγος
ο μόνος βιαστής μιας ανύπαρκτης δυτικού τύπου ελευθερίας
φοράει τα γάντια του
θεωρεί καθήκον την εξέταση
κι εσύ θεωρείς καθήκον την υπακοή
όλες οι γυναίκες του κόσμου στο κρεβάτι του
υπάκουες
γλυκομίλητες ημίγυμνες
αναρωτιούνται πόσο δυσάρεστο είναι αυτό το πρέπει
όσo και το ερωτηματικό.
ο γιατρός των γυναικών που προλαβαίνει τ’ άσχημα
ο γιατρός που νιώθουμε αμήχανα
ο ξένος που μπαίνει μέσα μας
εν απουσία πόθου και ορμής.
άραγε πόσο τον γνωρίζουμε;



ανέκδοτο

7.4.13

τυχεροί οι γράφοντες για τον ίδιο πόθο
πόσο εύκολα ανατρέχεις στις παλιές τις λέξεις 
όταν ο πόθος σε άλλη ατραπό?

ανέκδοτο
όσο πλησιάζει η ώρα της ταφής
τόσο απομακρυνόμαστε απ’ τις λέξεις
γιατί τα γράμματα είναι διαφορετικά
χωρίς ερωτηματικά, τελείες και παρενθέσεις.


ανέκδοτο

το μαρτύριο της σταγόνας
ή και της φακής
ή και ηλεκτροσόκ
και τα κουρέλια της μνήμης
το «μισώ»
το «παλεύω»
αυτές οι μικρές λέξεις
που μας καθόρισαν
η μοναξιά μιας επανάστασης
βολτάρει με ομοιώματα ανθρώπων
τα φτύνει
προχωράει και σε φόνο
ελλείψει γραφείου κηδειών
γελάμε
αμετανόητοι καημένοι
όσο η ζωή κυλάει
πάνω στον αλτήρα των ονείρων.

ανέκδοτο



κι αν νιώθω πως είναι η αρχή του τέλους
του τέλους ζωών ντουφεκισμένων
κι αν οι μουσικές στο κατώφλι της παλάμης
ποτέ δεν σφίγγω τη γροθιά
νάβρεις δρόμο να περάσεις.

ανέκδοτο

3.4.13

βαθιά η στιγμή
που τα μεγάλα μικραίνουν
τα εύηχα αγριεύουν

απαρηγόρητη η ώρα της αφάνειας
και της εύνοιας
του ξάστερου των μηρών μιας γυναίκας
που σου δίνεται απλόχερα
με κείνο τον άγιο τρόπο μιας πόρνης

με μόνο όνομα ΑΝΘΡΩΠΟΣ.


ανέκδοτο
ο εργένης του απέναντι 
πρωί πρωί φεύγει για την δουλειά του
όχι, είναι άνεργος
είπε η κυρία του από κάτω
και πού πάει πρωί πρωί;
πηγαίνει κι έρχεται μέχρι να κουραστεί
στο παλιό το γραφείο, 
δεν θέλει να πιστέψει πως δεν έχει δουλειά.


ανέκδοτο

2.4.13

έρχεται η νύχτα και ξέρεις πως λιγόστεψαν τ’ άστρα της.κάποιοι τα λήστεψαν για να μην τυφλωθούμε, είπαν.

ανέκδοτο
κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και γελάσαμε
ήταν καινούριος και αγορασμένος στο μέλλον 
μπερδέψαμε κι ένα δάκρυ με τα γέλια μας.

ανέκδοτο
ώσπου να παλιώσουν οι λέξεις 
μπορούμε να τις έχουμε για ξαπλώστρες
μετά, θα χαθούν
θα γίνουν στάχτη
τότε μπορούμε να βάζουμε μπουγάδες με τον παλιό τρόπο
σαν τους ποιητές.

ανέκδοτο
είναι μια γωνιά
άλλοι την λένε του ποιήματος,
να, όπως ο λειβαδίτης
«και πεθαίνουμε, τέλος, άγνωστοι στην πιο σκοτεινή γωνιά του ποιήματος» 
άλλοι σε κείνη τη γωνιά ξεχορταριάζουν τ’ άγραφα
άλλοι απλά κουρνιάζουν
εσύ, κακομοίρα μου που δεν είσαι τίποτε
δεν έχεις γωνιά
αιμόφυρτη εκλιπαρείς τα λίγα που σου τάζουν.


ανέκδοτο