22.12.12

όταν ουρλιάζει ο άνεμος
ξυπνάνε και τα πεσμένα φύλλα
εκεί, στο πεζοδρόμιο
όσα μόρια περισσεύουν
ταξιδεύουν
ποιος ν’ ασχοληθεί μαζί τους?
ίσως ο σκουπιδιάρης μάτια μου
αυτός, που μάζεψε και μένα
όταν γεννήθηκα.


ανέκδοτο
τόσο γκρίζοι δρόμοι
ένα είδος θρήνου
ακόμη και τα λαμπιόνια δυσανασχετούν
λαμπερά ρουθούνια
διαφραγματικές αναπνοές
φοράδες ακάλπαστες
μια νότα στριφογυρίζει ανάμεσα
σε περιμένει να την τραγουδήσεις
έχεις φωνή;


ανέκδοτο
γνώρισα ανθρώπους και μέσα στα ποτά
νύχτες και μεσημέρια
μπορεί και πρωϊνά
λες και το σημαίνον είναι η θέση του ήλιου
όλοι σκοτεινοί ήταν
μισοψόφιοι στην ύπαρξη τού τώρα
σαν αυτοκτονημένες κηλίδες στο σεντόνι του κρεβατιού μου
εσένα σε γνώρισα στο φλυτζάνι ενός καφέ
μόνο που δεν ήταν ελληνικός
κι έτσι έχασα την ευκαιρία του φλυτζανιού έρωτά μου.


ανέκδοτο

20.12.12

διάλογος στο πεζοδρόμιο/και τώρα με τί ασχολείσαι; ρώτησε.
διαβάζω και γράφω, κάτι χρόνια, είπα, λίγο παραπάνω τώρα που δεν δουλεύω.
ε...καλά, κάτι πιο για δουλειά ρωτάω, είπε.
αν δηλαδή, είχα εκδόσει δέκα βιβλία, θα με ρωτούσες; είπα.
δεν απάντησε, χαμογέλασε αμήχανα

φιληθήκαμε σταυρωτά και φύγαμε.

ανέκδοτο
όλα μια λίμνη
και το γραφείο και ο υπολογιστής και τα βιβλία
όλα ένα αγριογούρουνο
τα σφιγμένα δάχτυλα μόνο
μαρτυρούν το αδηφάγο για τους ανθρώπους.


ανέκδοτο


18.12.12

να γραφεί ένα ποίημα παρακαλώ
σε σας μιλάω, τους ποιητές
ένα ποίημα που να μην πιστεύετε ούτε λέξη
όλα ψέμματα,
να γραφεί παρακαλώ,
στο κάτω κάτω αναγνώστες είμαστε
μπορούμε να παραγγείλουμε την αλήθεια μας
έστω και για μια φορά.


ανέκδοτο
όταν τελειώσει αυτό που λένε κρίση
θάμαστε γέροι ή θάχουμε πεθάνει
θάναι αργά να κλάψουμε την απώλεια σωτηρίας μας
θάναι αργά να κλάψουμε το χάσιμο της χαράς ενός κάποιου έρωτα
κουτσού, τυφλού, ψευδού και κακομοίρικου
άλλωστε, οι σπουδαίοι έρωτες δεν περιμένουν την κρίση για ν’ ανθίσουν.


ανέκδοτο


η μεγαλύτερη ειρωνία που θάνιωθα
θάταν να με πεις ποιήτρια
όμως είναι ποίημα ο βρασμός μέσα μου
πριν την γέννα
κρατάει μέρες
μήνες

επώδυνος τοκετός
φυσιολογικός
όχι με πρόκληση
με μια ανάσα
μετά θηλασμός
μεγάλωμα
το σκοτώνω στα είκοσι
άμα γεράσει μυρίζει θανατίλα
και με φοβάται.




ανέκδοτο

5.12.12

*ipomoea


ώσπου μια μύγα κάθησε πάνω στο ο σαν περισπωμένη.



όσο εξεζητημένα και να ομφαλοσκοπώ
είναι ο ήχος σου και το υπέροχο μυαλό σου.



ήταν νύχτα όταν τον μύρισε κι ακόμη δεν ξημέρωσε.



σιγά μη σ’ αγκαλιάσω για να σωθώ 
να γκρεμοτσακιστώ θέλω.



σαν τις λέξεις του ελυάρ να με κοιτάς
να λιγοστεύεις την απόσταση του μυαλού απ’ την ψυχή.


υπάρχει ένα καλοκαίρι στην άκρη των χειλιών αλλά δεν τολμάς να το ξεστομίσεις.


βρέχει κι εγώ στεγνώνω όταν κρατάς ομπρέλα.


κι αν είσαι σαλτιμπάγκος, έχει σημασία σε ποιο πεζοδρόμιο επιδεικνύεις την επιστήμη σου.


ώσπου ξύπνησε ο ύπνος και σ’ έχασα...

πώς τα καταφέρνεις και με νυχτώνεις με ήλιο μέσα μου...

τί ανοησία, ν’ αδειάζει ο κόσμος κι εσύ να μην είσαι μέσα.



είναι ένας βασιλιάς, αλήθεια σάς λέω
είναι ένας ο ipomoea 

τον γνώρισα
αυτός δεν με γνώρισε
ήταν βασιλιάς, γι’ αυτό
φούσκωνε σαν παγώνι
εγώ έστριβα το τιμόνι
να μην ανταμώσουμε, ήταν νύχτα και τόξερα
όμως ξαναδιάβασα τ’ όνομά του
ipomoea
και σκέφτηκα πως είναι τριανταφυλλής
και μυρίζει
και μύριζε
σαν μεσημεριάτικος ύπνος
και λίγη ώχρα
και τον ένιωσα στα σπλάχνα μου
κοχύλι αφρισμένο
στην άκρη των χειλιών τόθελα
όμως κόλλησε στο βράχο
μάλλον από συνήθεια
σαν περσινό δάκρυ.


ανέκδοτο
*ipomoea=γλυκοπατάτα