31.3.12

μολότωφ


μπούσουλας
πότε μαγνήτης
πότε γυροσκόπιο
πάντα πυξίδα
βοράς
αποπροσανατολισμός
κατοικία στο νότο
διαδραστικά σε διαβάζω
ψέμματα
ο κέρσορας αποφασίζει
κοιμάμαι με τις μολότωφ στο προσκεφάλι
έκρηξη
όνειρο
αλητείες νοημάτων
εκούσια και ακούσια
μπούσουλας οραμάτων
απέλπιδο αύριο
επιμένω ποιητικά
υπαινίσομαι βουβές αλχημείες
γυμνές ληστείες.

ανέκδοτο

γεωμετρία


σουρεαλιστικά σε βλέπω άγιε
νύχτα στην κερκόπορτα του μυαλού σαν σε καρέ από σκάκι
σκιά ακέφαλη η φτερούγα σου
το κουτί της πανδώρας ξερνάει χρησμούς στους πιστούς
γνέθεις τα μέλλοντα εν μέσω ατρειδών
λίγες νότες για μάγειρες στους κάκτους σου χάνονται
πηγές άνυδρες οι γιορτές του μυαλού σου
ζεύγη αποστεομένων ναυαγών ρουφούν χυμούς ανύπαρκτους
σε καρουζέλ το μέλλον κάνει κύκλους.

ανέκδοτο


30.3.12

...............


ξεφλουδίζω μια μπανάνα, την χωρίζω κάθετα στα δυο
αιώρα θα την κάνω να σε φυλάξω μέσα και το άλλο της μισό να σε σκεπάζει τις παγωμένες σου νύχτες

μην διανοηθείς να δαγκώσεις μήλο
μόνο για μένα τα δόντια σου

κι όταν ξεφλουδίζεις μανταρίνι πρόσεχε τον χυμό
είναι το αίμα μου

Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν



29.3.12

Πραγματικός εν δυνάμει


Όταν μου άνοιξε έλαμψε 
μαζί της κι εγώ, 
το σπίτι απέπνεε δεκαετία εβδομήντα 
η μυρωδιά στόλιζε οικογένεια, 
στα πατώματα ίχνη τριών παιδιών, 
αυτή γλυκιά γουργούριζε 
στην αγκαλιά της γωνιάς της, 
όνειρα μικρά, 
διαλλακτικά με τα κύματα της μνήμης, 
αυτός μπαινόβγαινε κατά διαστήματα 
στα κενά της δουλειάς, 
τα μάτια της συνέχιζαν να καρφώνονται 
στην εργασία μας... 
το μυαλό της λίγο μακρύτερα απ’ όλους μας, 
ένας εν δυνάμει έρωτας έπαιζε στα χέρια της 
κι ένας πραγματικός καθρεφτίζονταν στα μάτια της.

Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν 


28.3.12

'Εκλυση


η είδηση: 
Εκλύω ενέργεια, παρακαλώ 
μην το αμφισβητείτε, 
100 watts εκλύονται απ’ το σώμα μου 
σε μια διαδρομή παρισινού μετρό, 
θα τη συλλέξουν προς θέρμανση κατοικιών 
οι ειδικοί... 

το σχόλιο: 
κάποιος να τη συλλέξει για ψυχές; 
μήπως είδατε τον Λαγκράνζ ή τον Χάμιλτον παρακαλώ; 
κάποιος να βοηθήσει, παρακαλώ... 
κάποιοοοοοοοος!!! 
δεν ακούτε κουφοί μου εγωιστές... 
δεν ξέρετε από ψυχές... 
κι εγώ δεν έχω μετρό στην πόλη μου...

Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν





27.3.12

Κουνούπια στον ευκάλυπτο


Με κάλεσες σε δείπνο οστρακοειδών 
δίπλα στην πλατανομουριά 
ανάμεσα σε δυο ευκάλυπτους 
δειπνήσαμε εξαιρετικά με οίνο, 
γυαλιστερές και φούσκες. 
Βάλαμε και λεμόνι 
για περισσότερη ευδαιμονία 
παρόλη την ύπαρξη των ευκαλύπτων 
εδείπνησαν και τα κουνούπια 
εξ απήνης μας κατέλαβαν 
κι η άγνοιά σου αδικαιολόγητη 
ο ευκάλυπτος δεν διώχνει τα κουνούπια, 
απλά τα κουνούπια αποφεύγουν τον ευκάλυπτο 
και όχι τα πέριξ.

Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν



26.3.12

Αιφνίδιος θάνατος


Ο παπαγάλος μου δεν μιλάει, 
ούτε τραγουδάει, 
θέλει να γίνει κοράκι 
να κράζει 
να φοβίζει 
νάναι μαύρος
ξεκίνησε με αφωνία, 
προχώρησε σε αποχρωματισμό 
και τώρα κυνηγάει τον φόβο 
να τον θρυμματίσει στην καρδιά μου. 
Το κλουβί του τόσπασε, 
δεν είμαι και σίγουρη, 
τρώει ξεφλουδισμένα ροδάκινα, 
μάλλον θα πεθάνει, 
γι’ αυτό είμαι σχεδόν σίγουρη, 
πίνει λεμονόζουμο 
και αναπνέει ιερά ξυλαράκια κανέλας 
σε οχετούς ηδονής και πόνου. 
Μάλλον θα πεθάνει.

Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν


25.3.12

ονειρεμένα


αν δεν ΥΠΑΡΧΟΥΝ στα όνειρά σου όνειρα 
μη φοβηθείς, 
φανερώσου και αγκάλιασε την απουσία τους! 
έτσι γεννιούνται τα ονειρεμένα -όνειρα-...

Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν





γέμισα τις χούφτες μου νερό και 
προσπαθώ να μάθω κολύμπι 
ανάμεσα στα δάχτυλα
φθινοπώριασε κι η θάλασσα 
λιγόστεψε

δεν φοβάμαι τον κατακλυσμό, 
τις ψιχάλες φοβάμαι και την ξηρασία

Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν


ένας μάρτης

είναι τρεις η ώρα
κι όμως είναι τέσσερις
μια κάποια ώρα έλυωσε
όπως η άλλη 
που ήταν τέσσερις κι έγινε τρεις.
πες μου τώρα,
ποια ώρα σου ταιριάζει 
να λυώσεις στο καντράν του ρολογιού μου;


ανέκδοτο

24.3.12

Κλειδαριά

Σκοτεινή η πόλη, άδεια 
μπάτσοι στους δρόμους 
-η πιο γιορτινή της μέρα- 
μαγαζιά λυπημένα, φτωχά 
άνθρωποι κλειδωμένοι, 
ένα παπούτσι στο πλακόστρωτο 
περιμένει τη βροχή που δεν ήρθε...

Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν

23.3.12

εποχές από σούσουρο

γλυκέ μου, όταν δραπετεύουν τα καλοκαίρια
θυμάμαι τους χειμώνες τους εγκλωβισμένους
τους καλωσυνάτους 
τις σταλαγμένες μυρωδιές της άνοιξης
το σούσουρο του φθινοπώρου
και δίχως ίχνος αμνησίας
τους δραπέτες μιας πέμπτης εποχής
που ακόμη περιμένουμε.



ανέκδοτο



22.3.12

Αποκάλυψη


Το δάκρυ ερωτευμένων ανδρών 
το κλάμα του πεινασμένου μωρού 
η ερημιά στα μάτια γυναικών 
η πολυκαιρισμένη φωτογραφία της απώλειας 
το τρένο που χάνεται χωρίς επιβάτες 
η πείνα στα μάτια των ανέργων 
η μοναξιά στη γωνία 
και το γέλιο μου στη φωτογραφία. 

Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν

21.3.12

Το γράμμα π



Σήκωσε τα μπροστινά πόδια και τ’ ακούμπησε στο κασόνι, ακριβώς στο κέντρο. Είχε σκεφτεί όλες τις λεπτομέρειες. Το τελάρο μπροστά απ’ το κασόνι, ακουμπούσε σταθερά στη βάση που είχε κατασκευάσει. Το δωμάτιο είχε βαφεί στο χρώμα του σύννεφου του θυμωμένου, σαν τη διάθεσή του. Λίγο χρώμα τ’ ουρανού, πολύ της καμμένης γης και ελάχιστο μνήμης. Τράβηξε σιγά σιγά την καρδιά του και την τοποθέτησε ανάμεσα στα μπροστινά και τα πισινά πόδια, πάνω στο κασόνι που έπαιζε ρόλο στηρίγματος. Αισθάνθηκε να του ζεσταίνει το δεξί μπροστινό πόδι, να λουφάζει ακίνδυνη. Ανακουφίστηκε. Κατέβασε την προβοσκίδα του προς το κασόνι και τύλιξε το μολύβι που είχε αφήσει στην αριστερή άκρη. Σιγά σιγά σήκωσε την προβοσκίδα και την τέντωσε προς το τελάρο. Το μολύβι ακούμπησε πάνω στην πρώτη γραμμή κι έμεινε ακίνητο. Προσπάθησε να το κατευθύνει έτσι ώστε να γράψει το πρώτο γράμμα, το π. Τίποτε. Το στριφογύρισε στην προβοσκίδα. Ίσως να ήθελε ξύσιμο, το σήκωσε προς το πρόσωπό του και διαπίστωσε πως η μύτη του μολυβιού ήταν όντως ξυσμένη. Το κατέβασε με προσοχή και το γλύστρισε στο τελάρο απαλά. Ακίνητο. Κοίταξε γύρω του για βοήθεια, μήπως κάποιος είχε καλύτερο μολύβι. Μόνο οι ήχοι της καρδιάς του πάνω στο δεξί πόδι ακουγόταν, δεν υπήρχε κανείς. Το χρώμα στους τοίχους ίδιο, τα πισινά πόδια στοιχισμένα, η προβοσκίδα σε αμηχανία. Μέσα στο κασόνι είχε φυλάξει τις σκέψεις του και τα γράμματα όλα, εκτός απ’ το π. Ήξερε πως αν κυλούσε το μολύβι, έστω και λίγο, θα μπορούσε να κατεβάσει τα πόδια απ’ το κασόνι. Τότε τα γράμματα θα κυλούσαν απαλά πάνω στο καβαλέτο και θα μεταμορφώνονταν σε χρώματα. Το είχε επιχειρήσει και παλιότερα, με επιτυχία. Το θέμα ήταν να κυλήσει το καλοξυσμένο μολύβι. Κοίταξε γύρω, προσπάθησε να σκεφτεί. Γερό μυαλό, τόχε σ’ εκτίμηση πάντα, όλες τις ασκήσεις τις έλυνε με το πρώτο. Άπλωσε το βλέμμα στο χώρο και το κατηύθυνε στο δεξί πόδι. Η καρδιά χτυπούσε ρυθμικά και σάλευε ήρεμη, εκεί που την είχε αφήσει. Μυαλό κοφτερό, κινήσεις απαλές και μετρημένες, χώρος υποβλητικός. Μόνο το μολύβι αρνιόταν να συμμετέχει. Το γράμμα π καρφωμένο στο μυαλό, δεν ήξερε τί να το κάνει, τα υπόλοιπα γράμματα στο κασόνι. ΄Επρεπε να γράψει το π, να κατεβάσει τα δυο μπροστινά πόδια και την καρδιά και μετά να λευτερώσει τα υπόλοιπα γράμματα. Αδιέξοδο....
Η καρδιά κρυφογελούσε, ακουμπούσε μ’ ανακούφιση στο πόδι, οι ρυθμοί της είχαν αυτονομηθεί απ’ το μυαλό του. Χασκογελούσε χωρίς ανάσα, δεν ήθελε να συμμετέχει στην προσπάθειά του. Την είχε πετάξει, ούτε κουβέντα δεν είχαν ανταλλάξει. Μόνο το π είχε βουτήξει στα μουλωχτά ο παχύδερμος, νόμιζε πως έτσι θα γίνει ποιητής...

ανέκδοτο


20.3.12

...................

να τη χαϊδεύετε την «καλημέρα» σας, 
κυρίως το λάμδα της... 


όσο για το μεσημέρι, μην το ενοχλείτε  παρακαλώ 
μυρίζει σιωπή και καρπούζι 
έχει χαιρετήσει την καλημέρα σας τη χαϊδεμένη 
με δάκρυ αχάιδευτο και στραγγισμένο 
στρογγυλοκάθεται σε σύννεφο γεμάτο κραυγές 
κοιτάζει την καραμούζα του αστεριού απέναντι 
να αναγγείλει την άφιξη της νύχτας και να εξαφανιστεί 
δεν αντέχει τον οργασμό της 
μόνο τον χαιρετισμό της 


κι αφού χαϊδέψαμε την καλημέρα και το λάμδα της... 
ας αφήσουμε στην ησυχία της την καληνύχτα, είναι 
για τους τολμηρούς, δεν γουστάρει μίζερους και πολλά 
ταμπλό, ξαμολιέται αλήτικα με φεγγαρόφετες στα δόντια 
και αστραπόνυχα στα χέρια να ζωγραφίζουν καταιγίδες σε 
μοναδικό καμβά

Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν

Microchips


Γεμάτος σοφία και παλμούς ρομποτικούς 
βίδωσε ένα όνειρο βρόχινο 
αφαίρεσε φέτα φεγγαριού προς λεκτικήν βρώσιν 
απαλλοτρίωσε τον ήλιο σε μαβιές δεσμίδες πυρηνικής ενέργειας 
και κλειδώθηκε στο εργαστήριο
εν λαγνεία με τα μικροτσίπς του.


”μη μου φυτεύεις φτερά για πτήσεις 
απ’ τ’ άλλα θέλω... γι’ αγκαλιές, εκτός 
εργαστηρίου...” είπε και πέταξε


Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν



19.3.12

λεμόνια κι άλλα εσπεριδοειδή


ξέρεις, κάποιοι άντρες κατεβαίνουν τις νύχτες απ’ το φεγγάρι
ναι,
μερικοί είναι ντυμένοι παιδιά
ζητάνε τα παιχνίδια τους και μαλώνουν με τα κορίτσια
παίζουν κρυφτό μαζί τους και χαράζουν χαμόγελα στα χείλη τους
ξέρεις, είναι και κάποιοι άλλοι ντυμένοι γέροι
ορέγονται ησυχία και καίνε θάλασσες στους δρόμους
κλαίνε βουβά τον θάνατό τους.
ξέρεις, είναι και κάτι γυναίκες που γεννήθηκαν γριές
δεν έπαιξαν ποτέ με την χαρά, μυρίζουν λεμόνι
όμως κάποιες άλλες δεν έχουν ηλικία
ανταμώνουν με τους άντρες παιδιά και τρώνε ζαβολιές
τους λούζουν μέσα στο φεγγάρι και τους στολίζουν αστέρια.
ξέρεις, ο ήλιος βγαίνει μόνο σε τέτοια ανταμώματα.

ανέκδοτο

18.3.12

είναι που τέλειωσαν τα χρώματα


είναι γιατί με κοίταξες με τα μάτια
φευγαλέα και αμήχανα
είναι γιατί ακούμπησες το κενό μεταξύ μας
είναι μπανάλ οι χειραψίες, θα μπορούσες να πεις
είναι που με ζωγράφισες στα μισά της άκρης του γκρεμού
είναι που δεν ήθελες να δεις με το μυαλό
κι ας σου περίσσευε
δεν συζητώ για την καρδιά
την είχες ξεχάσει στο συρταράκι της βιβλιοθήκης
κι έσταζε αίμα, τόδα
πλημμύρισε ο τόπος κι εσύ το κατάπινες
μόνος και μαυροντυμένος ανάμεσα σε θάλασσες φτερών.

ανέκδοτο

17.3.12

ξεκούρδιστα πουλιά


αλλόκοτος άνθρωπος, είπε
μοναχική
παράξενα γελάει με αστεία που δεν καταλαβαίνουν οι άλλοι
δακρύζει στη λέξη χαρά
χτενίζει τα μαλλιά της ίσια κάθετα συμμετρικά και αμέσως τα δένει αλογοουρά
όταν έχει ήλιο κλείνει το παράθυρο
κι όταν βρέχει περπατάει και πίνει βροχή.

δεν μπορούσε να καταλάβει την ελαφρότητα του σκίτσου της
ούτε και την απλότητα των σκέψεών της
ήταν μια ηρωίδα του μουρακάμι
τον ξεγέλασε και βγήκε στους δρόμους,
το κουρδιστό πουλί το έπνιξε μέσα της.

ανέκδοτο

16.3.12

κολυμπάνε τα χρυσόψαρα;

όταν αλλάζει το κύμα αλλάζεις και απλωτές
αυτό λέγεται για κάποιους αυτοσυντήρηση
για κάποιους μάχη
και για κάποιους «όλα είναι δρόμος»
υπάρχουν και κάποιοι που δεν δίνουν όνομα
ανώνυμα κολυμπάνε
και τότε οι βουτιές είναι θεαματικές για το κοινό.

ανέκδοτο

Τα μελλούμενα του Στεπάν Τροφίμοβιτς


Είναι υποχρεωμένος να πεθάνει από ευτυχία 
με φυσιολογικό θάνατο, πάνω σε χλόη αστραποδένουσα 
σε βροντοφέροντα σκοτάδια, 
δεμένος χειροπόδαρα σε ηδονές δυσθώρητες, 
διαθλάσεις προτέρου βίου 
και σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής των φαντασμάτων. 
Είναι υποχρεωμένος να κυλήσει σε ηδονές, 
μαλακά, σαν αερόστατο να πετάξει στην ευτυχία 
και δεν το ξέρει... 
σκέφτηκε η Βαρβάρα Πετρόβνα. 
Είμαι υποχρεωμένος να ζήσω με αυτοκτονίες ευτυχίας, 
σε ήλιους να στεγάζομαι βόρειων χωρών, 
το μπλε το αττικό να μη βλέπω, 
να τραγουδώ φάντος νυχθημερόν 
σαν σε ρεμπέτικο ο ήχος 
και δεν το ξέρω... 
σκέφτηκε ο Στεπάν Τροφίμοβιτς. 
Είναι υποχρεωμένοι ν’ αυτοπυρπολούνται 
στους φλογισμένους δρόμους παλιάς αγοράς 
μακριά από θάλασσες και λίμνες 
αιώνια πετούμενα θρύλων-εραστών 
και δεν το ξέρουν.... 
σκέφτηκε η ζωή. 

-με αφορμή τους “Δαιμονισμένους” του Ντοστογιέφσκυ-


Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν

13.3.12

η παράνοια της μελαγχολίας


οι άδειοι δρόμοι
τα σκελετωμένα μπυρόκουτα
η μυρωδιά της περπατησιάς
το άγριο γέλιο των γερασμένων
το κουκούτσι που κάθησε στο λαιμό
το βλέμμα που άδειασε από άρνηση
το μικρό μαγαζάκι με τ’ αμύγδαλα
ο ψαράς που ετοιμάζεται να κλείσει
η πολυτέλεια που ξεφτιλίστηκε
οι έρωτες που βρωμάνε χλωρίνη
το τρένο που σφυρίζει την αναχώρηση
οι μύγες που δεν βρίσκουν μέλι να κολλήσουν
οι άρχοντες που ήταν κλόουν
κι εγώ...

ανέκδοτο

12.3.12

ντιξάν στη χόβολη

«ηλιοκαμένος και μελαψός είναι συνώνυμα»
διάβασα κάπου
κάποτε
όμως άλλο ήταν το θέμα
εγκεφαλικό και σωματικό
ήταν συνώνυμα;
κάποιος πρέπει να απαντήσει
να μη φοβηθεί την νεκροψία 
ούτε το αίμα 
και κυρίως τα σάβανα που μυρίζουν ντιξάν στη χόβολη
τα λικνίσματα και τις χειραψίες
να μη φοβηθεί το αύριο που έγινε συνώνυμο του φόβου 
είτε σε δωμάτια επαύλεων
είτε στη σπηλιά του εγκεφάλου.


ντιξάν=dixan, απορρυπαντικό για πλυντήριο ρούχων

ανέκδοτο

11.3.12

απανωτές απώλειες

όταν ο θάνατος εμφανίζεται στην ακτή
με απλωτές φεύγω
δεν τον φοβάμαι
είναι που δεν έχω τίποτε να του πω



ανέκδοτο

9.3.12

Πόρνες λέξεις

Τις πόρνες λέξεις μου κρατώ για τους άγιους της καρδιάς μου
μέσα σε γυάλες με χρυσόψαρα αλιευμένα σε θάλασσες του γαλανού μου
τις πόρνες λέξεις μου κρατώ για τους εκλεκτούς του νου μου
μέσα σε προαύλια μοναστηριών αιωρούμενων σε βράχους της ηθικής μου
κι αυτές ξεγλιστρούν χαρούμενες κι ανάλαφρες σα στο μπουρδέλο τους
έτοιμες προς άγρα πελατών.
Τις πόρνες λέξεις μου ποτέ δεν απαρνιέμαι
μόνο που δεν τις φθείρω σε καθημερινές καταναλώσεις εφήμερων ερώτων
μόνο σε one stand που και που για να ξεχνιούνται και να ξεχαρμανιάζουν.
Τις πόρνες λέξεις μου τις σέβομαι όσο και την ψυχή μου, μακριά απ’ την λογική μου
να μην οξειδώνονται με δηθενιές άλλων λέξεων διηθημένων και λαμπερών
με χρυσόσκονη υγείας.
Τις πόρνες λέξεις μου τις κυκλοφορώ τις νύχτες σε βρώμικους δρόμους και σοκάκια
γυμνές από κόμματα και τελείες με μόνη συνοδεία το κόκκινο κραγιόν τους.
Κι όταν ανταμώνουν τις άλλες τις φρεσκολουσμένες και καλοχτενισμένες αλλάζουν δρόμο
σαν να μην γνωρίζονται.

Τις πόρνες λέξεις μου δεν τις στοιχίζω, ποτέ δεν θα το καταδέχονταν και ίσως
και να δραπέτευαν για να σωθούν απ’ την ανυπόφορη καθημερινότητα των γειτόνων τους.
Βουβές, με δυο μάτια τεράστια σαν αγκαλιές και χέρια γεμάτα λαγνεία αγκιστρώνονται σε εραστές επί πληρωμή
χωρίς να τις νοιάζει η υστεροφημία και τα κρυφά γελάκια των ερωτηματικών.

Ερωτικές με φίνο τρόπο λες και η πορνεία μετέτρεψε την λαγνεία σε χάρη όμοια με της Θάλειας
όνομα και πράμα.
Τις παρακολουθώ να στροβιλίζονται σε παράνομα κρεβάτια με κάθε είδους στερημένους
από ζωή και θάνατο αρσενικούς
και μόνο η ανάσα τους ποτέ δεν ολισθαίνει
μόνο η ανάσα κρατάει το αύριο μήπως και μου χρειαστεί.

Πόσο τις ζηλεύω!

Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν

Αντήχηση

Στήθηκα στον τοίχο,
ακίνητη,
σε απόσταση αναπνοής
χωρίς να τον ακουμπώ.
Ήθελα να φωνάξω,
η φωνή δεν έβγαινε,
πάλευε ανάμεσα στις χορδές ο ήχος μου,
σκόρπιζε,
έχανε τη λάμψη και το φως του.
Τρόμαξα,
έστεκα ακίνητη όσο δεν πάει άλλο,
πίστευα πως θα τα καταφέρω.
Το εγχειρίδιο ήταν σαφές,
οφείλεις να κοιτάς τον τοίχο στα μάτια
ακίνητη,
και τότε εκτοξεύεις τα βέλη της φωνής,
μόνον τότε έχεις το ποθητό αποτέλεσμα!
Για ν’ αναπαραχθεί η ηχώ ψάχνει εμπόδιο.
Η λέξη που κραύγαζα ήταν η σωστή,
την αποστήθισα,
ήμουν σίγουρη!
Το λάθος κρυβόταν στην απόσταση.
Πώς να με ακούσεις;


Η ΚΟΤΑ εκδόσεις σαιξπηρικόν